- ὁμοιώσεως
- ὁμοιώσεω̆ς , ὁμοίωσιςa being made likefem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομοίωση — η (Α ὁμοίωσις) [ομοιώ] το να καθίσταται κάποιος ή κάτι όμοιο προς άλλο, εξομοίωση («φυγὴ ὁμοίωσις Θεῷ κατὰ τὸ δυνατόν», Πλάτ.) αρχ. 1. ομοιότητα («καθ ὁμοίωσιν Θεοῡ», ΚΔ) 2. επιβεβαίωση λόγω ομοιότητας («τῆς ὁμοιώσεως ἕνεκεν αὐτῆς λαμβάνεσθαι τὰς … Dictionary of Greek